καινοπαθής

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοπᾰθής Medium diacritics: καινοπαθής Low diacritics: καινοπαθής Capitals: ΚΑΙΝΟΠΑΘΗΣ
Transliteration A: kainopathḗs Transliteration B: kainopathēs Transliteration C: kainopathis Beta Code: kainopaqh/s

English (LSJ)

καινοπαθές, new-suffered: unheard of, πήματα S.Tr.1277 (anap., v.l. καινοπαγῆ).

German (Pape)

[Seite 1294] ές, unerhörtes Leid, πήματα, das man noch nicht erduldet hat, Soph. Tr. 1267, mit der alten v.l. καινοπαγής

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
éprouvé ou souffert pour la première fois.
Étymologie: καινός, πάσχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινοπαθής -ές [καινός, πάσχω] voor het eerst geleden, voor het eerst ondergaan:. πήματα... καινοπαθῆ ongehoord leed Soph. Tr. 1277.

Russian (Dvoretsky)

καινοπᾰθής: (о бедствиях) впервые испытываемый, т. е. небывалый, неслыханный (πήματα Soph.).

Greek Monolingual

καινοπαθής, -ές (Α)
αυτός που παθαίνει ή έπαθε κάτι καινούργιο, φοβερό και ανήκουστο («πολλὰ πήματα καὶ καινοπαθῆ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -παθής (< πάθος), πρβλ. κακοπαθής, πολυπαθής].

Greek Monotonic

καινοπᾰθής: -ές (παθεῖν), πρόσφατα πληγμένος από συμφορές· ανήκουστος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καινοπᾰθής: -ές, πολλὰ πήματα καὶ καινοπαθῆ, ἀνήκουστα καὶ φοβερά, Σοφ. Τρ. 1277, διάφ. γραφ. καινοπαγῆ.

Middle Liddell

καινο-πᾰθής, ές παθεῖν
newly suffered: unheard of, Soph.