καιρώ

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

καιρῶ, -όω (Α) καίρος
συνδέω τις άκρες του στημονιού στον καῖρο του αργαλειού.