καιρώ

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

καιρῶ, -όω (Α) καίρος
συνδέω τις άκρες του στημονιού στον καῖρο του αργαλειού.