Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
(Μ κακεύω) κακόςνεοελλ.1. παύω να είμαι φίλος με κάποιον, κακιώνω2. γίνομαι κακός, οργίζομαι, θυμώνωμσν.εχθρεύομαι, μισώ.