κακιώνω

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source

Greek Monolingual

και κακιώνομαι κακία
1. θυμώνω, οργίζομαι, δυσαρεστούμαι, ψυχραίνομαι με κάποιον, κατεβάζω μούτρα
2. παροιμ. α) «κάκιωσ' ο καλόγερος κι έκαψε τα ρούχα του» — για αυτόν που εξοργίζεται και βλάπτει τον εαυτό του, επειδή δεν μπορεί να βλάψει εκείνον που του φταίει
β) «κάκιωσε ο μπάκακας κι η λίμνη δεν το ξέρει» — για ανθρώπους ανάξιους λόγου που ο θυμός τους δεν συγκινεί κανέναν.