κακοκέφαλος
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος
2. ανόητος, απερίσκεπτος.
επίρρ...
κακοκέφαλα
με κακοκεφαλιά, ανόητα, απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ξεροκέφαλος, στενοκέφαλος.