κακοκεφαλιά
From LSJ
Greek Monolingual
η κακοκέφαλος
1. η ιδιότητα του κακοκέφαλου, ισχυρογνωμοσύνη, ξεροκεφαλιά, ανοησία
2. ανόητη πράξη, απερισκεψία.
η κακοκέφαλος
1. η ιδιότητα του κακοκέφαλου, ισχυρογνωμοσύνη, ξεροκεφαλιά, ανοησία
2. ανόητη πράξη, απερισκεψία.