κακομούτρης

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. κακομούτρα, ουδ. κακομούτρικο
αυτός που έχει άσχημη όψη, ασχημομούρης, ασχημοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + μούτρο].