νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
ο, θηλ. κακομούτρα, ουδ. κακομούτρικοαυτός που έχει άσχημη όψη, ασχημομούρης, ασχημοπρόσωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + μούτρο].