κακοπράγημα
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
German (Pape)
[Seite 1302] τό, Unglück, Sp.
Greek Monolingual
κακοπράγημα, τὸ (Α) κακοπραγώ
κακή συμπεριφορά.