κακοπραγώ

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

κακοπραγῶ, -έω (Α)
1. κάνω κακό, προξενώ βλάβη
2. είμαι άτυχος, αποτυγχάνω σε κάποια επιχείρηση
3. δυστυχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πραγῶ (< θ. πραγ-, πρβλ. πέπραγα του πράττω), πρβλ. δικαιοπραγώ, ματαιοπραγώ].