κακοτράχηλος
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
[τρᾰ], ον, Glossaria on ἀτράχηλος, Apollon.Lex.s.v. ἀ.
German (Pape)
[Seite 1304] mit schlechtem Halse, Apoll. L. H. init.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτράχηλος: -ον, ἔχων κακόν, ἀσθενῆ τράχηλον, Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμηρ. σ. 1, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἀτράχηλος.
Greek Monolingual
κακοτράχηλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κακοφτειαγμένο, ασθενή τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + τράχηλος.