κακοφαίνεται

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

αόρ. (ε)κακοφάνη και κακοφάνηκε (Μ κακοφαίνεται, αόρ. [ἐ]κακοφάνη και [ἐ]κακοφάνηκε)
απρόσ.
1. βλέπω κάτι με δυσαρέσκεια, δεν μού φαίνεται καλό, δεν μού αρέσει κάτι, μέ δυσαρεστεί («του κακοφάνηκε ο τρόπος σου»)
2. μέ στενοχωρεί, μέ λυπεί κάτι
3. μέ θυμώνει, μέ εξοργίζει κάτι.