καλαβρισμός
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
v. κολαβρισμός.
Greek Monolingual
καλαβρισμός, ὁ (Α)
βλ. κολαβρισμὸς.
German (Pape)
f. κολαβρισμός.