καλλαβίς
Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, callabis, a wanton dance, καλλαβίδας βαίνειν = step like a callabis-dancer Eup.163 (lyr.), cf. Phot.:—written καλαβίς in Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Καλλᾰβίς: -ίδος, ἡ, «τὸ περισπᾶν τὰ ἰσχία ἢ γένος ὀρχήσεως ἀσχημόνως τῶν ἰσχίων κυρτουμένων» Ἡσύχ.· Καλλαβίδας βαίνειν Εὔπολις (ἐν «Κόλαξιν» 17) παρ’ Ἀθην. 629F, πρβλ. Φώτ. ἐν λ.· Καλλαβίδια, τά, ἡ ἑορτὴ καθ’ ἣν αὕτη ἡ ὄρχησις ἐγίνετο, Ἡσύχ.· καλλαβόομαι, χορεύω τὸν τοιοῦτον χορόν, παρὰ τῷ αὐτῷ· πρβλ. καλαμίζω.
Wikipedia EN
Η Καλλαβίς (στον πληθυντικό καλ(λ)αβίδες) είναι ένας είδος Αρχαίου Ελληνικού χορού, που εστιάζει τις κινήσεις του στο άσεμνο κούνημα και την τολμηρή στάση που έπαιρναν η μέση και τα μέλη του σώματος.
Ήταν έντονος και άσεμνος χορός, κατά τον οποίο περιστρεφόταν η μέση και τα ισχία λυγίζονταν (κάμπτονταν) κατά τρόπο άσεμνο. Ο Εύπολις στην κωμωδία του Κόλακες, μνημονεύει τις καλλαβίδες με τους εξής παρακάτω στίχους: "καλλαβίδας δε βαίνει σησαμίδας δε χέζει", δηλαδή "περπατάει χορεύοντας καλλαβίδες και χέζει σουσαμόπιτες" (Αθήν. ΙΔ', 630Α, 27), εννοώντας το γλύκισμα των αρχαίων Αθηναίων, όπως το παστέλι. Οι καλλαβίδες μνημονεύονταν ανάμεσα στα χορευτικά σχήματα.
Greek Monolingual
καλλαβίς, ἡ (Α)
είδος ασελγούς ορχήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προήλθε είτε από κάλλαβος είτε, κατ' άλλους, από καταλαβίς].
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: name of a lascivious dance (Eup. 163, Phot.); καλαβίς H. = τὸ περισπᾶν τὰ ἰσχία, η γένος ὀρχήσεως ἀσχημόνως τῶν ἰσχίων κυρτουμένων.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Seems derived from *κάλλαβος; it would belong to the popular, lower words in -βος (cf. Chantraine Formation 260ff.). - After Bechtel Dial. 2, 375 from *καταλαβίς; semantically not yet explained. Fut. 343 compares κόλαβρος, a song that accompanies the κολαβρισμός
Frisk Etymology German
καλλαβίς: -ίδος
{kallabís}
Grammar: f.
Meaning: N. eines lasziven Tanzes (Eup. 163, Phot.); nach H. = τὸ περισπᾶν τὰ ἰσχία, ἢ γένος ὀρχήσεως ἀσχημόνως τῶν ἰσχίων κυρτουμένων.
Etymology: Scheint von *κάλλαβος abgeleitet zu sein; es würde dann in die Sphäre der volkstümlichen, teilweise niedrigen Wörter auf -βος gehören (vgl. Chantraine Formation 260ff.). — Nach Bechtel Dial. 2, 375 aus *καταλαβίς; eine semantische Begründung steht noch aus.
Page 1,764