καλλικέρα
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
Greek (Liddell-Scott)
καλλικέρα: ας, ἡ, ἔχουσα καλὰ κέρατα, θηλ. τοῦ ἑπομ., καλκέραν δάμαλιν Βακχυλ. 18, 24 (ἔκδ. Blass), πρβλ. ὑψικέραν αὐτόθι 15. 22.