καλλικέρα
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
Greek (Liddell-Scott)
καλλικέρα: ας, ἡ, ἔχουσα καλὰ κέρατα, θηλ. τοῦ ἑπομ., καλκέραν δάμαλιν Βακχυλ. 18, 24 (ἔκδ. Blass), πρβλ. ὑψικέραν αὐτόθι 15. 22.