καλλιπρόβατος
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
καλλιπρόβατον, with beautiful sheep, Suid. s.v. εὔρηνος, EM395.54.
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönen Schaafen, VLL., Erkl. von εὔρηνος.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπρόβατος: -ον, ἔχων καλὰ πρόβατα, Ἡσύχ. ἐν λ. εὔρηνος.
Greek Monolingual
καλλιπρόβατος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλά πρόβατα.