καλοαναθρεμμένος
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καλοαναθρεμμένος και καλοανατεθραμμένος, -η, -ον)
αυτός που έχει καλή ανατροφή, καλή αγωγή
νεοελλ.
ο ευγενικός στους τρόπους.
-η, -ο (Μ καλοαναθρεμμένος και καλοανατεθραμμένος, -η, -ον)
αυτός που έχει καλή ανατροφή, καλή αγωγή
νεοελλ.
ο ευγενικός στους τρόπους.