καλόχρονος

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(ως ευχή) αυτός που θέλουμε να περάσει καλά κι ευτυχισμένα όλη τη χρονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. καλή χρονιά].