καμηλάσιον
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
τό, wages of camel-driver, PLond.5.1904.7 (v/vi A.D.).
Greek Monolingual
καμηλάσιον, τὸ (Α) καμηλάτης
πάπ. η αμοιβή του καμηλιέρη.
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Full diacritics: κᾰμηλάσιον | Medium diacritics: καμηλάσιον | Low diacritics: καμηλάσιον | Capitals: ΚΑΜΗΛΑΣΙΟΝ |
Transliteration A: kamēlásion | Transliteration B: kamēlasion | Transliteration C: kamilasion | Beta Code: kamhla/sion |
τό, wages of camel-driver, PLond.5.1904.7 (v/vi A.D.).
καμηλάσιον, τὸ (Α) καμηλάτης
πάπ. η αμοιβή του καμηλιέρη.