καμηλόψωρα

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source

Greek Monolingual

η
βαριά μορφή της νόσου ψώρας, αλλ. αγριόψωρα, γαϊδουρόψωρα.