ανθρακιά

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή)
1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα
2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά
νεοελλ.
η φωτιά που ανάβουν την παραμονή του Αγίου Ιωάννου του Κλήδονα (24 Ιουνίου)
αρχ.
μτφ.
1. τα αγαθά
2. (για εραστές) μεγάλος, φλογερός έρωτας.