καμπυλογράφος
From LSJ
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
Greek Monolingual
ὁ
όργανο, από ξύλινο ή διαφανές χαρτί, το οποίο χρησιμοποιείται για τη σχεδίαση καμπύλων γραμμών, αλλ. καμπυλόγραμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλη + -γραφος (< γράφω), πρβλ. λεξικογράφος, παντογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή].