καννωτός

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

German (Pape)

[Seite 1321] von Rohr gemacht, Schol. Ar. Vesp. 844, v. l. κανωτός.

Greek (Liddell-Scott)

καννωτός: -ή, -όν, (κάννα) πεποιημένος ἐκ καλάμου, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 840.

Greek Monolingual

καννωτός, -ή, -όν (Α) κάννη
κατασκευασμένος από καλάμι.