καπνείω
From LSJ
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
English (LSJ)
poet. for καπνίζω, turn into smoke, Nic.Th.36.
German (Pape)
[Seite 1323] poet. = καπνίζω, Nic. Th. 36.
Greek (Liddell-Scott)
καπνείω: ποιητ. ἀντὶ καπνίζω, Νικ. Θηρ. 36.
Greek Monolingual
καπνείω (Α)
μεταβάλλω σε καπνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνῶ / -έω, με -ει- πιθ. λόγω μετρικής εκτάσεως].