καπνηρός

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

German (Pape)

[Seite 1323] rauchig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καπνηρός: -ά, -όν, = τῷ προηγ., Κ. Μανασσ. Ἐρωτικ. 9. 57.

Greek Monolingual

καπνηρός, -ά, -όν (Μ)
αυτός που έχει το χρώμα του καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ηρός (πρβλ. μοχθηρός, οκνηρός)].