καραγκιόζης

From LSJ

Greek Monolingual

ο
1. ως κύριο όν. ο Καραγκιόζης
κωμικός και πανέξυπνος τύπος που ενσαρκώνει το κύριο πρόσωπο στο λαϊκό θέατρο σκιών
2. συνεκδ. λαϊκό θέατρο σκιών στην Ελλάδα και στους ανατολικούς κυρίως λαούς, που πήρε την ονομασία του από τον κύριο ήρωά του
3. μτφ. για πρόσ. κωμικός, ευτράπελος, γελωτοποιός
4. γελοίος στην εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kara-goz «μαυρομάτης»].