Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καραμπογιά
Greek Monolingual
η 1. άνυδρο θειικό υποξείδιο του σιδήρου, χημική ουσία που χρησιμοποιείται ως μαύρη βαφή 2.κάθε μαύρη βαφή ή καθετί που είναι κατάμαυρο («μαλλιά καραμπογιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. του τουρκ. kara-boya].