καρδάνη

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδάνη Medium diacritics: καρδάνη Low diacritics: καρδάνη Capitals: ΚΑΡΔΑΝΗ
Transliteration A: kardánē Transliteration B: kardanē Transliteration C: kardani Beta Code: karda/nh

English (LSJ)

= κάρδαμον, Glossaria.

Greek Monolingual

καρδάνη, ἡ (Α)
το κάρδαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κάρδαμον.