καρκινευτής
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
καρκινευτοῦ, ὁ, crab-catcher, Artem.2.14.
German (Pape)
[Seite 1327] ὁ, der Krebssänger, Artemid. 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
καρκῐνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγρεύων καρκίνους, Ἀρτεμίδ. 2. 14.
Greek Monolingual
καρκινευτής, ὁ (Α)
ο κυνηγός καρκίνων, καβουριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος κατά τα μεταρρηματικά θηρευ-της, ορνιθευ-της)].