καρκινευτής

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρκῐνευτής Medium diacritics: καρκινευτής Low diacritics: καρκινευτής Capitals: ΚΑΡΚΙΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: karkineutḗs Transliteration B: karkineutēs Transliteration C: karkineftis Beta Code: karkineuth/s

English (LSJ)

καρκινευτοῦ, ὁ, crab-catcher, Artem.2.14.

German (Pape)

[Seite 1327] ὁ, der Krebssänger, Artemid. 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

καρκῐνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγρεύων καρκίνους, Ἀρτεμίδ. 2. 14.

Greek Monolingual

καρκινευτής, ὁ (Α)
ο κυνηγός καρκίνων, καβουριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος κατά τα μεταρρηματικά θηρευ-της, ορνιθευ-της)].