καρπόβρωτος
From LSJ
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
English (LSJ)
καρπόβρωτον, with edible fruit, ξύλον LXX De.20.20.
German (Pape)
[Seite 1328] eßbare Früchte bringend, LXX.; Andere erkl. mit zerfressener Frucht.
Greek (Liddell-Scott)
καρπόβρωτος: -ον, ἔχων βρώσιμον καρπόν, ξύλον Ἑβδ. (Δευτ. Κ', 20).
Greek Monolingual
καρπόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει φαγώσιμο καρπό («ξύλον ὅ ἐπίστασαι ὅτι οὐ καρπόβρωτόν ἐστι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»)].