καρπόβρωτος

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπόβρωτος Medium diacritics: καρπόβρωτος Low diacritics: καρπόβρωτος Capitals: ΚΑΡΠΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: karpóbrōtos Transliteration B: karpobrōtos Transliteration C: karpovrotos Beta Code: karpo/brwtos

English (LSJ)

καρπόβρωτον, with edible fruit, ξύλον LXX De.20.20.

German (Pape)

[Seite 1328] eßbare Früchte bringend, LXX.; Andere erkl. mit zerfressener Frucht.

Greek (Liddell-Scott)

καρπόβρωτος: -ον, ἔχων βρώσιμον καρπόν, ξύλον Ἑβδ. (Δευτ. Κ', 20).

Greek Monolingual

καρπόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει φαγώσιμο καρπό («ξύλον ὅ ἐπίστασαι ὅτι οὐ καρπόβρωτόν ἐστι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»)].