καρπόβρωτος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
καρπόβρωτον, with edible fruit, ξύλον LXX De.20.20.
German (Pape)
[Seite 1328] eßbare Früchte bringend, LXX.; Andere erkl. mit zerfressener Frucht.
Greek (Liddell-Scott)
καρπόβρωτος: -ον, ἔχων βρώσιμον καρπόν, ξύλον Ἑβδ. (Δευτ. Κ', 20).
Greek Monolingual
καρπόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει φαγώσιμο καρπό («ξύλον ὅ ἐπίστασαι ὅτι οὐ καρπόβρωτόν ἐστι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»)].