καρταλάμιον
From LSJ
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
German (Pape)
[Seite 1330] τό, dim. zum Folgdn.
Greek Monolingual
καρταλάμιον, τὸ (Α)
μικρό πλεκτό καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. κάρταλ(λ)ος].