καρύκευση

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255

Greek Monolingual

η καρυκεύω
η παρασκευή καρυκευμένων φαγητών, το να ρίχνει κάποιος στα φαγητά αρτύματα για να γίνουν πιο νόστιμα.