κασίδα

Greek Monolingual

και κασσίδα και κατσίδα, ἡ (Μ κασ[σ]ίδα)
κοινή ονομασία της νόσου αχώρ ή άχωρ, μολυσματική αρρώστια του τριχωτού του δέρματος του κεφαλιού
νεοελλ.
φρ. α) «το γαρούφαλο στ' αφτί κι η κασίδα στην κορφή» — για φτωχούς που ζητούν μεγαλεία
β) «τον τρώει η κασίδα του» — επιζητεί να πάθει κάποιο κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγεθ. του μσν. κασσίδ-ιον (υποκορ. του κασσίς), πρβλ. καλάθ-α: καλάθ-ιον)].