άχωρ

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source

Greek Monolingual

(-ορος και -ωρος), ο (Α ἄχωρ, -ορος και ἀχώρ, -ῶρος)
χρόνια μολυσματική μυκητίαση των τριχών, της επιδερμίδας, του τριχωτού δέρματος και των νυχιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα άχυρον, άχνη και ανάγεται σε αρχαίο θέμα σε -r / n, ενώ άλλοι τη συνέδεσαν με το Αχέρων. Βλ. και λ. ακ-].