κατάλεπτον
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
τό, and κατάλεπτα, τά, 'petty cash', minor expenses, PTeb.120.85 (i B.C.), POxy.1729.6, 13 (iv A.D.).
Greek Monolingual
κατάλεπτον, τὸ (Α)
στον πληθ. τά κατάλεπτα
τα μικροέξοδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -λεπτον (< λεπτόν), πρβλ. δευτερόλεπτον, πεντηκοντάλεπτον].