κατάπνιξη

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source

Greek Monolingual

η (AM κατάπνιξις) καταπνίγω
1. το τελειωτικό πνίξιμο, απόπνιξη, αποπνιγμός
2. μτφ. καταστολή, αναχαίτιση, παρεμπόδισηκατάπνιξη επαναστατικού κινήματος»).