κατέρεξα

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

French (Bailly abrégé)

p. κατέρρεξα;
ao. épq. de καταρρέξω.

Greek Monotonic

κατέρεξα: αόρ. αʹ του καταρρέζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατέρεξα ep. aor. act. van καταρρέζω.