τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife
p. κατέρρεξα;ao. épq. de καταρρέξω.
κατέρεξα: αόρ. αʹ του καταρρέζω.
κατέρεξα ep. aor. act. van καταρρέζω.