καταγνωμονώ

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

καταγνωμονῶ, -έω (Μ)
κάνω κάτι χωρίς κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγνωμονῶ (< ἀγνώμων «αλόγιστος, απερίσκεπτος»)].