κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
καταγνωμονῶ, -έω (Μ)κάνω κάτι χωρίς κρίση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγνωμονῶ (< ἀγνώμων «αλόγιστος, απερίσκεπτος»)].