καταισιμόω

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταισιμόω Medium diacritics: καταισιμόω Low diacritics: καταισιμόω Capitals: ΚΑΤΑΙΣΙΜΟΩ
Transliteration A: kataisimóō Transliteration B: kataisimoō Transliteration C: kataisimoo Beta Code: kataisimo/w

English (LSJ)

consume utterly, Eub. 15.6 (Pass.); κ. πῶμα to drink it off, Epin.1.10.

German (Pape)

[Seite 1351] verbrauchen (vgl. ἀναισιμόω); πῶμα κατῃσίμωκα, d. i. austrinken, Epinic. bei Ath. X, 432 c; κατῃσίμωται πάντα Eubul. ib. XIV, 622 e.

Greek (Liddell-Scott)

καταισιμόω: μεταχειρίζομαι, δαπανῶ, φθείρω ἐντελῶς, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγῇ» 1· κατῃσίμωκα πῶμα, ἐκπίνω, πίνω ἐντελῶς, Ἐπίνικ. ἐν «Μνησ.»1· καὶ τὸ παθ., κατῃσίμωται πάντα· πρβλ. ἀναισιμόω.