κατακεραυνώνω

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

και κατακεραυνώ (AM κατακεραυνῶ, -όω)
χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ
νεοελλ.
μτφ. κάνω κάποιον να μείνει άφωνος, άναυδος, τον αποσβολώνω.