κατακεραυνώνω
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
Greek Monolingual
και κατακεραυνώ (AM κατακεραυνῶ, -όω)
χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ
νεοελλ.
μτφ. κάνω κάποιον να μείνει άφωνος, άναυδος, τον αποσβολώνω.