κατακεραυνώνω
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek Monolingual
και κατακεραυνώ (AM κατακεραυνῶ, -όω)
χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ
νεοελλ.
μτφ. κάνω κάποιον να μείνει άφωνος, άναυδος, τον αποσβολώνω.