κατακλάζω
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
German (Pape)
[Seite 1353] dor. = κατακληΐζω, κατακλείω; davon κατεκλάσθης ἐς λάρνακα Theocr. 7, 84, doch ist hier, wie 18, 5 κατεκλάξατο, die Lesart nicht sicher.
French (Bailly abrégé)
dor. c. κατακλείω.
Greek Monolingual
κατακλᾴζω και δωρ. τ. κατακληΐζω (Α)
κατακλείω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κλάζω, μεταπλασμένος τ. του κλῄζω (ΙΙ), μτγν. τ. του κλείω.
Russian (Dvoretsky)
κατακλάζω: (aor. med. κατεκλαξάμην, aor. pass. κατεκλάσθην) дор. = κατακλείω.