κατακλώ
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
Greek Monolingual
κατακλῶ, -άω (Α)
1. σπάζω απότομα κάτι («τὰ δόρατα κατέκλων», Ηρόδ.)
2. καταθλίβω, κατασυντρίβω («ἔμοιγε κατεκλάσθη... ἧτορ», Ομ. Οδ.)
3. καθιστώ κάποιον μαλθακό
4. παθ. κατακλῶμαι, -άομαι
α) καταβάλλομαι από τον πυρετό («ὄμματα κατακεκλασμένα», Αριστοτ.)
β) (για χαρακτήρα) εκθηλύνομαι
γ) είμαι εκνευρισμένος
δ) (για φωνή ή ήχο) διαχέομαι
5. φρ. «κατακλῶ ἐμαυτόν» — χαμηλώνω την ένταση της φωνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κλῶ «σπάζω»].