καταλυτέος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
α, ον,
A to be put down, τύραννος κ. ἐστίν ChioEp.15.2.
II neut., one must put down, κ. ἐστὶ τύραννον D.S.14.65.
2 one must rest, Suid. s.v. διασκηνητέον.
Greek (Liddell-Scott)
καταλῠτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ καταλύσῃ, καταβάλῃ τις, τύραννος κ. ἐστὶν Χιων. Ἐπιστ. 15. ΙΙ.οὐδ., πρέπει τις νὰ καταβάλῃ, νὰ καταργήσῃ, κατ. ἐστὶ τύραννον Διόδ. 41. 65. 2)πρέπει τις νὰ καταλύσῃ, μείνῃ, ἀναπαυθῇ, (διασκηνητέον) Σουΐδ.