κατανικάω
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
strengthened for νικάω, ὅταν οἵ γ' ἀγαθοὶ πρὸς τῶν ἀγενῶν -νικῶνται S.Fr.84, cf. J.AJ3.2.2, PFlor.338.11 (iii A. D.); ὑπὸ τῆς φθοροποιοῦ δυνάμεως Philum.Ven.4.3.
German (Pape)
[Seite 1365] gänzlich besiegen, Soph. frg. 105.
Greek (Liddell-Scott)
κατανῑκάω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ νικάω, Σοφ. Ἀποσπ. 105.
Russian (Dvoretsky)
κατανῑκάω: окончательно побеждать, одолевать (κατανικᾶσθαι πρός τινος Soph.).