καταπειράω

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

German (Pape)

[Seite 1368] s. καταπειράζω.

Russian (Dvoretsky)

καταπειράω: подвергать испытанию: καταπειραθεὶς ὑπ᾽ ἀρρωστίας Diod. измученный недугами.