καταπειράω
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
German (Pape)
[Seite 1368] s. καταπειράζω.
Russian (Dvoretsky)
καταπειράω: подвергать испытанию: καταπειραθεὶς ὑπ᾽ ἀρρωστίας Diod. измученный недугами.