Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπειστικός

From LSJ

Greek Monolingual

-ή, -ό καταπείθω
αυτός που έχει τη δύναμη να καταπείθει, ο ικανός στο να πείθει εντελώς, πολύ πειστικός («καταπειστικά επιχειρήματα»).