καταπειστικός

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό καταπείθω
αυτός που έχει τη δύναμη να καταπείθει, ο ικανός στο να πείθει εντελώς, πολύ πειστικός («καταπειστικά επιχειρήματα»).