καταπολέμησις
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
-εως, ἡ, subduing, condemned by Poll.9.142.
German (Pape)
[Seite 1371] ἡ, das Bekriegen, Überwinden im Kriege, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταπολέμησις: -εως, ἡ, ἡ διὰ πολέμου καταβολή, καθυπόταξις, ὑποταγή, (πρβλ. καταγωνισμός), Πολυδ. Θ', 142, Νικήτ. Χρον. 162Β.