καταπροχέω
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
pour down over, δάκρυα παρειῶν A.R.3.1118.
German (Pape)
[Seite 1372] (s. χέω), herabgießen, heraus- und herabfließen lassen, παρειὤν δάκρυα, Ap. Rh. 3, 1118.
Greek (Liddell-Scott)
καταπροχέω: χύνω πρὸς τὰ κάτω, δάκρυα παρειῶν Ἀπολλ. Ρόδ. Γʹ. 1118.
Greek Monolingual
καταπροχέω (Α)
χύνω προς τα κάτω («δάκρυα παρειῶν καταπροχέειν», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + προχέω «χύνω προς τα μπροστά»].