καταξεσχίζω
From LSJ
Greek Monolingual
και καταξεσκίζω (Μ καταξεσκίζω και καταξεσχίζω)
ξεσκίζω, σχίζω κάτι σε πολλά μικρά κομμάτια, σχίζω εντελώς, κατακομματιάζω
νεοελλ.
1. με τα νύχια μου προξενώ πολλές γρατσουνιές, αμυχές, γρατσουνίζω, ξεγδέρνω, κατασπαράζω («η γάτα του καταξέσκισε το πόδι»)
2. καταγαμώ
μσν.
βιάζω.