καταταλαιπωρώ
Greek Monolingual
(Μ καταταλαιπωρῶ, -έω)
ταλαιπωρώ κάποιον πάρα πολύ, καταβασανίζω, υποβάλλω σε πολλές ή φοβερές ταλαιπωρίες
μσν.
(ενεργ. και παθ.) βασανίζομαι από ταλαιπωρίες, καταθλίβομαι («δεσμοῖς ἀφύκτοις καταταλαιπωρήσας», Θεοφύλ. Σ.).