κατατρεγμός

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

ο κατατρέχω
(κυριολ. και μτφ.) καταδίωξη, καταφορά, διωγμός, εναντίωσηκατατρεγμός της μοίρας»).