κατατρεγμός

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

ο κατατρέχω
(κυριολ. και μτφ.) καταδίωξη, καταφορά, διωγμός, εναντίωσηκατατρεγμός της μοίρας»).